αὐτάρκη

αὐτάρκη
αὐτάρκης
sufficient in oneself
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
αὐτάρκης
sufficient in oneself
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
αὐτάρκης
sufficient in oneself
masc/fem acc sg (attic epic doric)
αὐταρκέω
supply with necessaries
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
αὐταρκέω
supply with necessaries
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
αὐταρκέω
supply with necessaries
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • ουρανοξύστης — Πολυώροφο κτίριο με ύψος κατά πολύ ανώτερο από το μέσο όρο. Η ονομασία προέρχεται από τη μετάφραση του αγγλικού όρου sky scraper. Ποικίλοι είναι οι λόγοι που, σε ορισμένες αστικές περιοχές, επέβαλαν την κατασκευή ο. Από τους πιο σημαντικούς είναι …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՒԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 477 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 13c գ. τὸ αὑταρκή, αὑτάρκεια, ἰκανότης sufficientia, περιουσία abundantia Բաւական գոլ իրաց. չափաւորութիւն. բաւական պէտք. շատութիւն. առատութիւն. *Կշռեա՛ ինձ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”